κατεξουσίᾳ

κατεξουσίᾳ
κατεξουσίᾱͅ , κατεξουσία
sovereignty
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατεξουσία — κατεξουσία, ἡ (Α) 1. ολοσχερής εξουσία, κυριαρχία πάνω σε κάποιον 2. επιβολή 3. κατίσχυση, νίκη …   Dictionary of Greek

  • κατεξουσίας — κατεξουσίᾱς , κατεξουσία sovereignty fem acc pl κατεξουσίᾱς , κατεξουσία sovereignty fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξουσίαν — κατεξουσίᾱν , κατεξουσία sovereignty fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξουσιάζω — (AM κατεξουσιάζω) [κατεξουσία] εξουσιάζω ολοκληρωτικά, ασκώ πλήρη εξουσία σε κάποιον νεοελλ. υπερισχύω, επιβάλλομαι, επικρατώ, γίνομαι κύριος («ο άνθρωπος κατεξουσίασε τα στοιχεία τής φύσεως») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”